πρόρρηση

πρόρρηση
η / πρόρρησις, -ήσεως, ΝΑ [προλέγω]
η πρόγνωση τού μέλλοντος, προφητεία
αρχ.
1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.)
2. προκήρυξη
3. (ρητ.) προεισαγωγικός ισχυρισμός
4. στον πληθ. αἱ προρρήσεις
οι δηλώσεις που γίνονταν δημοσίως, όπως λ.χ. στην περίπτωση δίκης για φόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κληδονίς — κληδονίς, ίδος, ἡ (Μ) [κληδών] πρόρρηση, αγγελία, μαντεία, προμάντευμα …   Dictionary of Greek

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • προανάρρησις — ήσεως, ή, Α πρόρρηση, προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + ῥῆσις] …   Dictionary of Greek

  • προλογία — ἡ, Α [πρόλογος] προφητεία, πρόρρηση …   Dictionary of Greek

  • προμάντευμα — τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν [προμαντεύω] πρόρρηση, προφητεία νεοελλ. μσν. προαίσθηση …   Dictionary of Greek

  • προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» …   Dictionary of Greek

  • προφοίβασις — άσεως, ἡ Α [προφοιβάζω] η πρόρρηση τού μέλλοντος …   Dictionary of Greek

  • πρόρρημα — ήματος, τὸ, Α [προλέγω] 1. πρόγνωση, προμάντευμα 2. προφητεία, πρόρρηση …   Dictionary of Greek

  • ωροσκοπία — η / ὡροσκοπία, ΝΑ [ὡροσκόπος] αστρολ. η παρατήρηση τής θέσης τών πλανητών την ώρα τής γέννησης ενός ατόμου και η, βάσει αυτής, πρόρρηση τού μέλλοντός του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”