κληδονίς — κληδονίς, ίδος, ἡ (Μ) [κληδών] πρόρρηση, αγγελία, μαντεία, προμάντευμα … Dictionary of Greek
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
προανάρρησις — ήσεως, ή, Α πρόρρηση, προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + ῥῆσις] … Dictionary of Greek
προλογία — ἡ, Α [πρόλογος] προφητεία, πρόρρηση … Dictionary of Greek
προμάντευμα — τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν [προμαντεύω] πρόρρηση, προφητεία νεοελλ. μσν. προαίσθηση … Dictionary of Greek
προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» … Dictionary of Greek
προφοίβασις — άσεως, ἡ Α [προφοιβάζω] η πρόρρηση τού μέλλοντος … Dictionary of Greek
πρόρρημα — ήματος, τὸ, Α [προλέγω] 1. πρόγνωση, προμάντευμα 2. προφητεία, πρόρρηση … Dictionary of Greek
ωροσκοπία — η / ὡροσκοπία, ΝΑ [ὡροσκόπος] αστρολ. η παρατήρηση τής θέσης τών πλανητών την ώρα τής γέννησης ενός ατόμου και η, βάσει αυτής, πρόρρηση τού μέλλοντός του … Dictionary of Greek